Σόγια: Τεράστιος ο όγκος των εισαγωγών, ελάχιστες οι καλλιεργούμενες εκτάσεις
Η καλλιέργεια της σόγιας στη χώρα μας δεν είναι κάτι καινούργιο. Πριν από πολλές δεκαετίες, έγιναν τα πρώτα πειραματικά βήματα, αλλά για πολλούς και διαφορετικούς λόγους η καλλιέργεια δεν προχώρησε και περιορίστηκε, ασθμαίνοντας, σε ελάχιστα στρέμματα. Από την άλλη πλευρά, εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι σόγιας εισάγονται κάθε χρόνο από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και άλλες χώρες, με το μεγαλύτερο ποσοστό να κατευθύνεται στη ζωική παραγωγή.
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται ένα σχετικό ενδιαφέρον για το σογιέλαιο από εταιρείες βιοκαυσίμων, αν και οι ποσότητες παραμένουν περιορισμένες σε σχέση με τη ζήτηση από την κτηνοτροφία. Το μικρό ενδιαφέρον από την πλευρά των παραγωγών έγκειται κυρίως στο θέμα των τιμών, με αποτέλεσμα να μην προσελκύονται από την καλλιέργεια αυτή και να επιμένουν στις κλασικές ανοιξιάτικες αροτραίες καλλιέργειες.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, τη ζήτηση φυτικής πρωτεΐνης –ακόμα και για ανθρώπινη χρήση–, καθώς και την εμπειρία της πρόσφατης πανδημίας COVID-19, δημιουργούν την ανάγκη μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές και ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, χωρίς όμως τη χρήση γενετικά τροποποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Υπό αυτό το πρίσμα, η «ΥΧ» ζήτησε από ανθρώπους του χώρου να εξηγήσουν τους λόγους που η καλλιέργεια δεν πήρε την έκταση που θα έπρεπε, ώστε να είχε επιτευχθεί έστω και μερική αυτάρκεια.
Μια παρεξηγημένη καλλιέργεια, χωρίς στήριξη
Ο Θέμης Καλπακίδης, παραγωγός σόγιας από τους Φιλίππους Καβάλας, κάνει λόγο για μια καλλιέργεια παρεξηγημένη και χωρίς την απαραίτητη στήριξη από την πολιτεία. «Η σόγια είναι ένα φυτό με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, το οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί σε πολλές περιοχές της χώρας, ανάλογα με τις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες. Στην περιοχή μας, οι αποδόσεις κυμαίνονται από 70 έως 150 κιλά ανά στρέμμα σε ξερικές καλλιέργειες, ενώ σε ποτιστικές με μέτρια άρδευση μπορεί να φτάσουν και τα 400 κιλά», αναφέρει.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η στήριξη από την πολιτεία είναι μονόδρομος για τη συνέχιση της παραγωγής, αλλά και για τον καθορισμό του στρατηγικού στόχου της καλλιέργειας. «Αν είναι για ενεργειακή χρήση, πρέπει να μιλήσουμε με διαφορετικούς όρους. Αν είναι για τη ζωική παραγωγή, θα πρέπει να μπουν άλλοι κανόνες στο παιχνίδι, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ενισχύσεις», περιγράφει.
Ο ίδιος υποστηρίζει, επίσης, ότι υπάρχει μεν ένας Σύλλογος Παραγωγών Ενεργειακών Φυτών, αλλά χωρίς σαφείς στρατηγικές για το σύνολο αυτών. «Ο μόνος στόχος φαίνεται να είναι η διεκδίκηση της Συνδεδεμένης Ενίσχυσης για τον ηλίανθο (σ.σ. ο ίδιος καλλιεργεί πάνω από 450 στρέμματα με ηλίανθο)», τονίζει χαρακτηριστικά.
Συγκρίνοντας την καλλιέργεια του ηλίανθου με αυτήν της σόγιας, υποστηρίζει ότι οι οικονομικές διαφορές, αλλά και οι τρόποι καλλιέργειας δεν είναι και τόσο μεγάλες. «Το κόστος παραγωγής για τη σόγια δεν είναι υψηλό, κυμαίνεται περίπου στα 30 ευρώ ανά στρέμμα παραπάνω από τον ηλίανθο, αλλά μπορεί να καλύψει ευρύτερες διατροφικές ανάγκες, ακόμα και για ανθρώπινη χρήση», καταλήγει και επισημαίνει την ανάγκη αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας και της δημιουργίας ομάδων παραγωγών για την αποτελεσματικότερη διαχείριση της καλλιέργειας.
Η συγκυρία επιβάλλει την αύξηση των εκτάσεων
Απαντώντας στο ερώτημά μας γιατί η χώρα μας πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με τη σόγια, ο Νίκος Κορρές, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, υποστηρίζει ότι οι λόγοι που επιβάλλουν την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι πολλοί. «Πρόκειται για φυτό με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες που ξεπερνά το 47%, σε σύγκριση με άλλα ψυχανθή, στα οποία η περιεκτικότητα είναι πολύ χαμηλότερη. Υπάρχουν ποικιλίες που μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ουσιαστική ανταπόκριση», επισημαίνει.
Τονίζει, ακόμη, ότι «οι τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν την ανάγκη απεξάρτησης από τις εισαγωγές τεράστιων ποσοτήτων σόγιας, που διανύουν δεκάδες χιλιάδες ναυτικά μίλια για να φτάσουν στη χώρα μας».
Εστιάζοντας σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ο ίδιος δηλώνει ότι «περιβαλλοντικοί λόγοι επιβάλλουν την καλλιέργεια ψυχανθών και η σόγια μπορεί άνετα να προσαρμοστεί και να προσδώσει σημαντικά οφέλη στις καλλιέργειες. Το γεγονός ότι υπάρχουν ποικιλίες που ανταποκρίνονται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες είναι ακόμη ένα συγκριτικό πλεονέκτημα», όπως εκείνος το ερμηνεύει. Όσον αφορά τη χρήση της σόγιας από την κτηνοτροφία, τονίζει ότι «το φυτό μπορεί να αξιοποιηθεί και υπό μορφή ενσιρώματος, μειώνοντας έτσι την ανάγκη για άρδευση».
Συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της παραγωγής με ΓΤΟ
Ακόμη, ο Νίκος Κορρές δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει η παραγωγή της σόγιας στη χώρα μας: «Η σόγια, ως προϊόν, που καλλιεργείται στη χώρα μας χωρίς Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ), μπορεί να αποκτήσει προστιθέμενη αξία για ανθρώπινη κατανάλωση και να έχει ιδιαίτερη μεταχείριση στις αγορές».
Επιπλέον, αναφερόμενος στον ρόλο της έρευνας και της τεχνολογίας, δηλώνει ότι το πανεπιστήμιο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, με πειραματικές καλλιέργειες σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Κλείνοντας, μιλά για τον ρόλο του πανεπιστημίου στην έρευνα και την εκπαίδευση, λέγοντας ότι «εφαρμόζουμε ολοκληρωμένες πρακτικές στην έρευνα της καλλιέργειας και την εκπαίδευση των φοιτητών μας, ώστε, όταν θα είμαστε έτοιμοι, να παρουσιάσουμε τις προτάσεις μας, τις οποίες οι παραγωγοί θα μπορούν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».