Είναι στραβός ο γιαλός; Τι παράγουμε ως χώρα;

04.10.2015 | 21:54
Απόψεις
Είναι στραβός ο γιαλός; Τι παράγουμε ως χώρα;


Tου Γιάννη Κολλάτου
  Με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της χώρας να υποχωρούν κάθε χρόνο, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών να αυξάνει δραματικά κάθε εξάμηνο, τις επενδύσεις να υποχωρούν και τα ελλείμματα να διογκώνονται, το ερώτημα είναι αν είναι στραβός ο γιαλός (αν για όλα φταίει δηλαδή η παγκόσμια οικονομική ύφεση) ή αν στραβά αρμενίζουμε.
  Πιο απλά το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί ως εξής, ενόψει και των όποιων ανακοινώσεων για την οικονομική πολιτική στη ΔΕΘ, από τον πρωθυπουργό:
 -Τι παράγουμε ως χώρα; Υπάρχουν στρατηγικές για την εκμετάλλευση των όποιων συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας μας στο σκληρό και έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον;
 Αν εξαιρέσει κανείς τον τουρισμό ο οποίος φέτος το καλοκαίρι- παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα από τον κ. Α. Σπηλιωτόπουλο – υποχώρησε και τη ναυτιλία όπου παραδοσιακά έχουμε θετικές επιδόσεις, σε όλους τους υπόλοιπους τομείς η οικονομία μας πνέει τα λοίσθια…
 Τον τελευταίο χρόνο λόγω και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, παρατηρείται μία στροφή σε σταθερές αξίες όπως τα τρόφιμα (η οικονομική σε συνδυασμό με την ενεργειακή επέφερε και επισιτιστική κρίση), τα ορυκτά καύσιμα και τα μεταλλεύματα τα λεγόμενα στη γλώσσα των χρηματιστών commodities…
 Εξ όσων όλοι γνωρίζουμε η χώρα δεν παράγει ούτε πετρέλαιο (ακόμη) ούτε χρυσό…Αντίθετα έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα να διαθέτει την πιο πλούσια χλωρίδα και πανίδα παγκοσμίως και τις πλέον ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες (για κάμποσα χρόνια ακόμη) για την παραγωγή τροφίμων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Και τα στοιχεία αυτά δεν είναι γεωγραφικός «πατριωτισμός» αλλά επιστημονικές διαπιστώσεις  ώστε η  Ελλάδα να αποκαλείται  «Καλιφόρνια» ή «το περιβόλι της Ευρώπης».
 Το πλεονέκτημα αυτό αν συνδυαστεί με την τεχνογνωσία χιλιετηρίδων στις πρακτικές καλλιέργειας της γης ή εκτροφής των ζώων σε συνάρτηση με την κουλτούρα και την ιστορία αλλά και το «μύθο της μεσογειακής διατροφής» δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της και να αναπτύξει οργανωμένα και βάσει σχεδίου τις προτεραιότητές της. Οι λέξεις όμως σχεδιασμός, οργάνωση, επιμονή στο στόχο και παραγωγή είναι απαγορευμένες στην σύγχρονη πολιτική διαλεκτική όπου όλα γίνονται με βάση επικοινωνιακές ανάγκες…
 Δεν αρκεί κάθε χρόνο να γίνονται διαπιστώσεις από τους πολιτικούς αρχηγούς για την ανάγκη να παράγουμε ποιοτικά προϊόντα. Από εκθέσεις ιδεών δεν πάσχουμε, αλλά από πολιτική πρακτική. Η παραγωγή τροφίμων απαιτεί επενδύσεις και έργα υποδομής για την αντιμετώπιση της οικολογικής κατάρρευσης που βρίσκεται προ των πυλών στο θεσσαλικό κάμπο ή τον κάμπο της Αργολίδας. Θα ανέμενε κανείς η παγκόσμια στροφή προς τα τρόφιμα να είχε θετικές επιπτώσεις στο εισόδημα των αγροτών και στην ύπαιθρο να αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια αν όχι ευημερίας, τουλάχιστο ανάκαμψης.
 Αντ΄αυτού οι οικονομικοί δείκτες είναι αμείλικτοι. Το 2007, το 15% του ενεργού πληθυσμού της χώρας σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Σ.Υ. απασχολείτο στον πρωτογενή τομέα αλλά η συμμετοχή του στο ΑΕΠ, συρρικνώθηκε μόλις στο 3,9%. Ο λόγος; Είμαστε μία μεταπρατική οικονομία όπου οι λίγοι που παράγουν φυτοζωούν και οι πολλοί που εμπορεύονται ευημερούν. Στη χώρα μας με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού των Βρυξελλών, τα «καρτέλ» και οι εναρμονισμένες πρακτικές είναι ο κανόνας και ο ανταγωνισμός η εξαίρεση.  Πριν από δύο χρόνια ακριβώς είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με το «καρτέλ στο γάλα και τους «κουμπάρους». Έκτοτε τα πράγματα δεν καλυτέρευσαν για τους κτηνοτρόφους που είδαν τις ζωοτροφές να τριπλασιάζονται και οι τιμές στο γάλα και το κρέας να παραμένουν «παγωμένες», λόγω των αθρόων εισαγωγών από βαλκανικές χώρες. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι κερδίσαμε τη μάχη της φέτας που είναι προϊόν  και γεωγραφικής προέλευσης, άρα η νοθεία απαξιώνει το εθνικό αυτό  προϊόν που συνδέεται άμεσα και με το τουριστικό μας προϊόν. Τούτη τη στιγμή κινδυνεύει με αφανισμό το μισό ζωικό κεφάλαιο της χώρας, λόγω της υπερχρέωσης των κτηνοτρόφων και της αδυναμίας τους (λόγω της φύσης της δουλειάς και της γεωγραφικής τους διασποράς) να οργανωθούν και να εμπορευτούν συλλογικά τα προϊόντα τους. Η επικοινωνιακού τύπου αντιμετώπιση των εγγενών προβλημάτων της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής, απλά οδηγεί στην κοινωνική και οικονομική κατάρρευση της υπαίθρου σε μία περίοδο που παρουσιάζεται μία τελευταία ευκαιρία για την ανάκαμψή της. Αλλά το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι πρωτίστως γεωγραφικό. Με το 45% του πληθυσμού συγκεντρωμένο στο λεκανοπέδιο και το 70% της οικονομικής δραστηριότητας εστιασμένο στο κλεινόν άστυ απαιτούνται ριζοσπαστικές τομές για να πάψει να είναι στραβός ο γιαλός…
 Σε όλες τις προηγμένες χώρες ο πλούτος παράγεται στην περιφέρεια και στα οικονομικά κέντρα απλά του δίδεται προστιθέμενη αξία. Στο δικό μας τριτοκοσμικό μοντέλο επιχειρούμε να παράγουμε πλούτο από ένα «μαγαζί» κορεσμένο που όσο και αν το ανακαινίσουμε, όσο και αν βάλουμε και άλλα τραπεζοκαθίσματα στο πατάρι, οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες. Όταν το 70% των νέων θέσεων εργασίας ΄που «άνοιξαν» το 2006 σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP ήταν εστιασμένες στο λεκανοπέδιο, είναι προφανές ότι και αυτή η τελευταία ευκαιρία που μας παρουσιάζεται από την παγκόσμια επισιτιστική και λόγω των βιοκαυσίμων κρίση, για την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας θα περάσει ανεκμετάλλευτη…





Δείτε επίσης:
 ^